Θα θυμάσαι άραγε;

Ανώνυμα

Θα θυμάσαι που σου έβαζα τραγούδια και χωρίς να ξέρει κανείς σου τραγουδούσα και σου μιλούσα χωρίς να μιλάω. Ένιωθα πως ακούς τις σκέψεις μου, νιώθεις αυτό που νιώθω και αισθάνεσαι τα πάντα. Θα θυμάσαι άραγε τις φορές που σου έλεγα ό, τι δεν έχω πει σε κανέναν; Θα θυμάσαι όλα όσα κρατούσα μέσα μου για να με βλέπουν οι άλλοι ήρεμοι; Θα θυμάσαι; Θα ξέρεις έστω εσύ πόσο απροετοίμαστη ήμουν, πόσο μόνη; Θα κατανοείς τον τρόμο μου; Θα διαβάζεις τα μάτια μου που θα σε κοιτούν με απορία και δέος;

Θα ξέρεις εσύ άραγε ότι προσπάθησα; Θα ξέρεις πόσο πάλεψα να γίνω καλύτερη; Θα ξέρεις πόσο τα έβαλα με τον εαυτό μου; ; Θα ξέρεις πόσο είχα ανάγκη να σιγουρευτώ πως θα σε προσέξω όπως σου πρέπει;

Όχι… Δεν θα θυμάσαι, δεν θα ξέρεις. Δεν χρειάζεται. Να ξεκινήσεις αγνός και καθαρός. Να γεμίσει η ψυχή σου από το φως που βγαίνει από τα σκοτάδια μας… κι ας είναι κι αυτά να σε μάθουν να επιβιώνεις. Να τρέχεις να προλάβεις τη ζωή με λαχτάρα και να σε νοιάζουν όλα. Να ενδιαφέρεσαι και να αγχώνεσαι και να μπουχτίζεις και να γίνεσαι άνθρωπος σαν αυτούς που παλέψαμε να είναι δίπλα σου. Και κάθε μου λύπη, κάθε μου δάκρυ, κάθε μου αγανάκτηση ας είναι μια υπενθύμιση πως η χαρά δεν εκφράζεται μόνο με γέλια…. η χαρά μπορεί να είναι λύτρωση που περνάει από μέσα σου σαν χίμαρος και σε τρώει… και μετά ξαναγεννιέσαι, πιο δυνατός, πιο εύπωρος, πιο γεμάτος! Και έτσι τα γέλια μας θα είναι πολλά και αληθινά και ολόκαρδα. Και θα σου τα δίνω απλόχερα γιατί θα ξέρω πως κάποτε μοιραστήκαμε την πιο βαθιά αλήθεια! Θα θυμάμαι εγώ για ‘σένα.

Ανώνυμα

Κρίμα σε εκείνον που δεν κατάλαβε πόσο έχει αγαπηθεί.

Κρίμα στα άδεια χέρια και τα άδεια μυαλά.

Κρίμα…

 

Κρίμα που χαθήκαμε και αφελώς πιστέψαμε πως θα ξαναβρεθούμε.

κρίμα που μας έμεινε μόνο το άγχος και οι κρίσεις πανικού

κρίμα σε εμάς που δακρύσαμε χωρίς λόγο

κρίμα σε εμάς που ανησυχήσαμε…

 

κρίμα… και ποιός θα λυπηθεί;

θα βρούμε μια δικαιολογία ξανά να μην νοιαστούμε,

να χαθούμε την δικαιολογία πως βρεθήκαμε,

να ρίξουμε σε άλλους το φτέξιμο για να μην πονέσουμε

να αναλωνόμαστε στα εύκολα και να μην μας νοιάζει

γιατί όσοι νοιάζονται πεθαίνουν νωρίς

και φοβάσαι τον θάνατο.

φοβάσαι.

 

 

 

Πρόσεξε (με)…

Ανώνυμα

Πρόσεξε!

Μην πάθεις τίποτα,
θα περιμένω σε κάποια γωνία,να σταματήσει η βροχή,
να σβήσει η φωτιά,
να νικήσουμε τίμια.
Ας μην παίξουμε στρατηγικά εμείς,
δεν μάθαμε έτσι κι αλλιώς να πολεμάμε.

Πρόσεξε!

Δεν είμαι εγώ η ασπίδα,
εγώ είμαι ο γκρεμός.
Και σαν γκρεμός
έμαθα να τραβάω στο τίποτα ύπουλα.

Πρόσεξε!

Να είσαι καλά,
να σηκώνεσαι,
να αντέχεις,
κάποιος κάπου σ’ αγαπάει
και πολεμάει,
αυτός ο κόσμος να είναι για όλους μας
και δίνεται,
στο τίποτα,
για να πάρει μια μέρα ευτυχίας,
για σένα.

Ανώνυμα

Που είναι οι ποιητές;
Οι ποιητές μιλάνε όταν όλοι σωπαίνουν.
Οι ποιητές γελάνε μέσα στη δυστυχία.
Οι ποιητές κλείστηκαν στα σπίτια τους,γιατί μπροστά στο πόνο όλοι κάπου κλείνονται.
Οι ποιητές σώπασαν,
γιατί μπροστά στο θόρυβο των όπλων όλοι είμαστε άοπλοι,
μπροστά στο θάνατο όλοι είμαστε πολύ λίγοι.
Πάψαμε να νικάμε τους δαίμονές μας,
απλά με ένα στυλό και ένα χαρτί.
Δεν γράφω, δεν μιλάω.
Παρακολουθώ μουδιασμένη και μετέωρη.
Βρίσκομαι ανάμεσα στα βυθισμένα κορμιά,
στα δάκρυα τους,
στο φαγητό που μοιράζονται,
στο αιώνιο ταξίδι.

Κλείνουν οι ποιητές τα μάτια;
Τα κλείνουν, όταν δεν τους κοιτάνε.

5/02

Ανώνυμα

4c00f23492f9e1654344ce9bc9cb2179.jpgΚοιτάζω χαμηλά όταν μιλάω για αγάπη,
γιατί δεν ξέρω,
αν είναι σωστό να αγαπάω
όπως εγώ το νιώθω και το έχω μάθει.
Σκύβω το κεφάλι,
σε όλους όσους προσπαθούν να αγαπάνε
και δίνονται ολόκληροι
σε αυτή τη τεράστια προσπάθεια
να μείνουν ζωντανοί.
Κατεβάζω το βλέμμα όταν είμαι δίπλα σου,
γιατί είσαι ολόκληρος η ύστατη προσπάθεια
να νιώσω ζωντανή
να νιώσω ότι μπορώ και ξέρω
να είμαι σωστή
για εσένα, για εμάς.
Κοιτάζω μακριά όταν σου μιλάω,
γιατί ντρέπομαι να σε κοιτάξω στα μάτια.
Μιλάω συνέχεια όμως
και δακρύζω συνέχεια.
Όλα ξέρω να τα πω,
αλλά αυτή η ανάγκη μου για βοήθεια,
βγαίνει μόνο υγρή από μέσα μου
σαν ποτάμι
και τους παρασέρνει όλους.
Είδες, δεν ξέρω πώς γίνεται,
να είσαι χείμαρρος,
αλλά να μην είσαι επικίνδυνος.
Τουλάχιστον προσπαθώ, έτσι δεν είναι;

Σου απλώνω τα χέρια,
θέλω να σου δείξω,
ότι είναι όλα δύσκολα όταν παλεύεις
με τον εαυτό σου.
Σου απλώνω τα χέρια,
με ένα περίστροφο
και ξέρω πως ίσως σκοτωθούμε και οι δύο
αλλά μη φοβάσαι
έτσι πέθαινα κι εγώ μέρα με τη μέρα,
στην ιδέα και μόνο ότι το κρατάω.
Αν νικήσεις την  ιδέα
κερδίζεις τη ζωή.

Σου κλείνω τα μάτια,
να μην δεις ότι κι εγώ,
να μην δεις τους ανθρώπους να πονάνε,
να μην δεις τις πληγωμένες αγάπες,
να μην δεις τα δάκρυα που ίσως χυθούν και σήμερα,
να μην δεις το άγχος,
τον πόνο,
τη φτώχεια τον ανθρώπων.
Σου κλείνω τα μάτια,
για να νομίζεις ότι τον αλλάξαμε κιολας τον κόσμο.
Αλλά εγώ δεν τα κλείνω ποτέ.
Δεν κοιμάμαι ποτέ.
Γιατί ακόμα δεν έχω προλάβει
και πρέπει να κάνω κάτι
απλά για να πω πως έζησα.
Μόνο για να έχω κάτι χειροπιαστό
που να επιβεβαιώνει πως δεν παρασιτούσα,
πως βοήθησα,
τα επόμενα μάτια να κλείνουν από μόνα τους,
να κοιμούνται ήσυχα,
να ξέρουν πως τα αγάπησα.

Σε καρφώνω με το βλέμμα,
όταν ο κόμπος έχει φτάσει στο λαιμό.
Για να μοιραστούμε λίγο από το άγχος
του «δεν πάει άλλο».
Παίρνω αργά- αργά τα χέρια μου,
από τα μάτια σου,
για να μην σε τρομάξω.
Και βαδίζω ελαφριά,
σαν τη γάτα
που δεν θέλει να την καταλάβουν.
Ένα βήμα τη φορά.
Γιατί πρέπει και να προσέχω,
να ζω και αύριο
να είμαι καλά
για να μάθω να σε αγαπάω καλύτερα.

Ικετεύοντας

Ανώνυμα

Με κοίταξες με δυο μάτια γεμάτα παράκληση.
Με κρατούσες από τα χέρια, όχι για να με πας κάπου,
αλλά σαν να ήθελες να με τραβήξεις μέσα σου.
Τραβιόμουν πίσω τρομαγμένη,
γυρνούσα τη πλάτη μου για να μην βλέπω το πρόσωπό σου
βουτηγμένο σε παρακάλια.
Πρώτη φορά που ένας γονατισμένος ικέτης με κοιτούσε στα μάτια,
κατευθείαν στα μάτια
και έκανε το σώμα μου, να μοιάζει επίσης γονατισμένο.

Αγκαλιαζόμασταν, αγγίζαμε ο ένας τα χέρια του άλλου,
αμήχανοι και σκεπτικοί.
Μάθαμε να σηκωνόμαστε.

Αλλά είναι βαρύ,
να κουβαλάς μισό τον εαυτό σου στη πλάτη
και τον υπόλοιπο να τον ποδοπατάς για να βγει πιο εύκολα
ο δύσκολος δρόμος που έχεις μπροστά.
Είναι αβάσταχτο, να παίρνεις στα χέρια
ότι μένει από εσένα
ξέροντας ότι θα αργήσεις να φτάσεις
ξέροντας πως σε περιμένουν στο τέλος του δρόμου
γεμάτοι προσδοκίες.

Κοιτάζω μια την άκρη του δρόμου,
μια εσένα
και παλεύω να βρω που πρέπει να φτάσω.
Τα μάτια σου ακόμα με κοιτάζουν, χωρίς να παρακαλάνε πια
αλλά προσδοκώντας.
Και πάνω που σηκώθηκα,
τώρα βρίσκομαι μόνη με τα χέρια απλωμένα
και το στώμα βουλομένο πια από τις τόσες εξηγήσεις
που έδινα στους άλλους για την αργοπορία μου.

Δεν μπορούσα να εξηγήσω τώρα,
ότι για εσένα αργούσα,
για εσένα προσπαθούσα,
για εσένα ήμουν μόνιμα καθυστερημένη,
για εσένα έχανα τον τερματισμό.
Δεν μπορούσα να εξηγήσω,
πως δεν με ένοιαζαν οι δάφνες του νικητή.
Με ένοιαζε το ταξίδι να έχει παρέα
κι ας είναι να πονάει
κι ας είναι να είναι πιο μεγάλο απ’ ότι έπρεπε.

 

 

Kάτι για καληνύχτα…

Ανώνυμα

ΤΥΨΕΙΣ

όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες –
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδι και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξαγρυπνισμένη και χλομή

Ντίνος Χριστιανόπουλος

«ΞΕΝΑ ΓΟΝΑΤΑ» (1952-1957)

 

Και όσοι δεν βρίσκαμε μάνα να περιμένει, ας βάλουμε στη θέση της αυτόν τον κάποιον που πάντα περίμενε, ακόμα και αν μας έμοιαζε πολύ για να είναι ξένος.